- ακαρδοσύνη
- η [άκαρδος]1. ατολμία, δειλία2. η ψυχική σκληρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκαρδος — η, ο 1. δειλός, άτολμος 2. άσπλαχνος, σκληρός 3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος «γέλιο ψυχρό και άκαρδο». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ουσ. καρδία. ΠΑΡ. ακαρδοσύνη] … Dictionary of Greek